- εσθίω
- ἐσθίω (AM)τρώγωαρχ.1. (για θηρία) καταβροχθίζω2. (για φωτιά και διαβρωτική νόσο) κατατρώγω («πάντας πῡρ ἐσθίει», Αισχύλ.«ἔλκεα ἐσθιόμενα», Ιπποκρ.)3. φθείρω, στενοχωρώ («ἐσθίειν ἑαυτόν» — στενοχωρεί τον εαυτό του)4. βάζω μέσα στο στόμα μου («ἐσθίω γλῶτταν αὐλοῡ», Φιλόστρ.)5. καταξοδεύω («ἐσθίεται οἶκος» — η περιουσία κατασπαταλιέται, Ομ. Οδ.)6. φρ. α) «ἐσθίω τὴν χελύνην» — δαγκώνω το χείλοςβ) «ὀδόντες ἐσθιόμενοι» — σαπισμένα δόντια.[ΕΤΥΜΟΛ. Τα εσθίω και έσθω είναι άλλοι τ. ενεστ. τού έδω*, που προήλθαν πιθ. από την αθέματη προστ. έσθι (Οδ. ρ 478) που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. addhi].
Dictionary of Greek. 2013.